1. Λέξη
    τολμάω (ρήμα) - (παρόμοια: τολμώ - τολμήσω)
  2. Συνώνυμα
    • τολμώ
    • αποτολμώ
    • διακινδυνεύω
    • τολμώ να κάνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • δειλιάζω
    • φοβάμαι
    • διστάζω
    • υποχωρώ
    4
  4. Ορισμός
    • να έχω το θάρρος ή την τόλμη να κάνω κάτι
    • να κάνω κάτι παρά το κίνδυνο ή τις δυσκολίες
    • να προκαλώ κάποιον ή κάτι με θάρρος
    3
  5. Παραδείγματα
    • Τολμάω να διαφωνήσω μαζί σου.
    • Μόνο λίγοι τολμούν να αντιμετωπίσουν τέτοιες προκλήσεις.
    • Τολμάει να πει την αλήθεια μπροστά σε όλους.
    3