Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τολμάω (ρήμα) - (παρόμοια:
τολμώ
-
τολμήσω
)
Συνώνυμα
τολμώ
αποτολμώ
διακινδυνεύω
τολμώ να κάνω
4
Αντώνυμα
δειλιάζω
φοβάμαι
διστάζω
υποχωρώ
4
Ορισμός
να έχω το θάρρος ή την τόλμη να κάνω κάτι
να κάνω κάτι παρά το κίνδυνο ή τις δυσκολίες
να προκαλώ κάποιον ή κάτι με θάρρος
3
Παραδείγματα
Τολμάω να διαφωνήσω μαζί σου.
Μόνο λίγοι τολμούν να αντιμετωπίσουν τέτοιες προκλήσεις.
Τολμάει να πει την αλήθεια μπροστά σε όλους.
3