Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τολμώ (ρήμα) - (παρόμοια:
τολμάω
-
τολμήσω
-
τολμηρός
)
Συνώνυμα
τολμάω
αποτολμώ
τολμώ να
τολμώ να κάνω
4
Αντώνυμα
φοβάμαι
διστάζω
αποφεύγω
3
Ορισμός
Να έχω το θάρρος ή την τόλμη να κάνω κάτι.
Να διακινδυνεύω να κάνω κάτι που μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες.
2
Παραδείγματα
Τολμώ να πω ότι αυτή η απόφαση ήταν λάθος.
Δεν τολμώ να πάω μόνος μου εκεί το βράδυ.
2