1. Λέξη
    τολμηρός (επίθετο) - (παρόμοια: μηρός - τολμώ)
  2. Συνώνυμα
    • θαρραλέος
    • γενναίος
    • ατρόμητος
    3
  3. Αντώνυμα
    • δειλός
    • φοβισμένος
    • διστακτικός
    3
  4. Ορισμός
    • που δείχνει θάρρος και γενναιότητα
    • που κάνει κάτι χωρίς φόβο ή δισταγμό
    • που χαρακτηρίζεται από τόλμη
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο τολμηρός εξερευνητής ανέβηκε στο βουνό χωρίς ασφάλεια.
    • Η τολμηρή απόφασή του άλλαξε την πορεία της εταιρείας.
    • Έκανε μια τολμηρή κίνηση στο παιχνίδι και κέρδισε.
    3