Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τολμηρός (επίθετο) - (παρόμοια:
μηρός
-
τολμώ
)
Συνώνυμα
θαρραλέος
γενναίος
ατρόμητος
3
Αντώνυμα
δειλός
φοβισμένος
διστακτικός
3
Ορισμός
που δείχνει θάρρος και γενναιότητα
που κάνει κάτι χωρίς φόβο ή δισταγμό
που χαρακτηρίζεται από τόλμη
3
Παραδείγματα
Ο τολμηρός εξερευνητής ανέβηκε στο βουνό χωρίς ασφάλεια.
Η τολμηρή απόφασή του άλλαξε την πορεία της εταιρείας.
Έκανε μια τολμηρή κίνηση στο παιχνίδι και κέρδισε.
3