Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τονίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
τονίζω
)
Συνώνυμα
ενισχύω
εντείνω
επιτείνω
3
Αντώνυμα
αποδυναμώνω
χαλαρώνω
μειώνω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι πιο έντονο ή ισχυρό.
Να δίνω μεγαλύτερη έμφαση σε κάτι.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να τονίσουμε τη σημασία της εκπαίδευσης.
Ο δάσκαλος τόνισε ότι η συμμετοχή είναι υποχρεωτική.
2