Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τοξικός (επίθετο) - (παρόμοια:
τοξικολογικός
-
τοπικός
)
Συνώνυμα
δηλητηριώδης
επιβλαβής
βλαβερός
3
Αντώνυμα
αβλαβής
ακίνδυνος
υγιής
3
Ορισμός
Που περιέχει δηλητήριο ή έχει την ιδιότητα να προκαλεί δηλητηρίαση.
Που έχει αρνητικό ή επιβλαβή αντίκτυπο σε ψυχικό ή ηθικό επίπεδο.
2
Παραδείγματα
Η φυλή αυτού του φιδιού παράγει ένα ισχυρό τοξικό δηλητήριο.
Η τοξική σχέση τους επηρέασε αρνητικά την ψυχική του υγεία.
2