Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τοξικολογικός (επίθετο) - (παρόμοια:
τοξικός
-
οικολογικός
-
τεχνολογικός
-
βιολογικός
-
ζωολογικός
-
λογικός
-
ψυχολογικός
-
παθολογικός
-
φορολογικός
)
Συνώνυμα
τοξικολογικός
δηλητηριολογικός
2
Αντώνυμα
αβλαβής
ακίνδυνος
2
Ορισμός
Σχετικός με την τοξικολογία, την επιστήμη που μελετά τις τοξικές ουσίες και τις επιπτώσεις τους.
Που αναφέρεται στη μελέτη των δηλητηρίων και των επιδράσεών τους σε ζωντανούς οργανισμούς.
2
Παραδείγματα
Η τοξικολογική ανάλυση έδειξε την παρουσία δηλητηρίου στο αίμα του ασθενούς.
Το εργαστήριο διεξάγει τοξικολογικές εξετάσεις για τον εντοπισμό ναρκωτικών ουσιών.
2