1. Συνώνυμα
    • τοξικολογικός
    • δηλητηριολογικός
    2
  2. Αντώνυμα
    • αβλαβής
    • ακίνδυνος
    2
  3. Ορισμός
    • Σχετικός με την τοξικολογία, την επιστήμη που μελετά τις τοξικές ουσίες και τις επιπτώσεις τους.
    • Που αναφέρεται στη μελέτη των δηλητηρίων και των επιδράσεών τους σε ζωντανούς οργανισμούς.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η τοξικολογική ανάλυση έδειξε την παρουσία δηλητηρίου στο αίμα του ασθενούς.
    • Το εργαστήριο διεξάγει τοξικολογικές εξετάσεις για τον εντοπισμό ναρκωτικών ουσιών.
    2