1. Λέξη
    τουρίστας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τουρ)
  2. Συνώνυμα
    • ταξιδιώτης
    • επισκέπτης
    • περιηγητής
    3
  3. Αντώνυμα
    • ντόπιος
    • κάτοικος
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που ταξιδεύει σε διάφορες τοποθεσίες για ψυχαγωγία, αναψυχή ή γνωριμία με νέες κουλτούρες.
    • Άτομο που επισκέπτεται μια περιοχή ή χώρα διαφορετική από αυτήν στην οποία κατοικεί, συνήθως για σύντομο χρονικό διάστημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο τουρίστας φωτογράφιζε τα αξιοθέατα της πόλης.
    • Κάθε καλοκαίρι, χιλιάδες τουρίστες επισκέπτονται τα νησιά του Αιγαίου.
    2