Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τουρίστας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τουρ
)
Συνώνυμα
ταξιδιώτης
επισκέπτης
περιηγητής
3
Αντώνυμα
ντόπιος
κάτοικος
2
Ορισμός
Άτομο που ταξιδεύει σε διάφορες τοποθεσίες για ψυχαγωγία, αναψυχή ή γνωριμία με νέες κουλτούρες.
Άτομο που επισκέπτεται μια περιοχή ή χώρα διαφορετική από αυτήν στην οποία κατοικεί, συνήθως για σύντομο χρονικό διάστημα.
2
Παραδείγματα
Ο τουρίστας φωτογράφιζε τα αξιοθέατα της πόλης.
Κάθε καλοκαίρι, χιλιάδες τουρίστες επισκέπτονται τα νησιά του Αιγαίου.
2