1. Λέξη
    τουρ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τουρσί - τουρκία - τουρνουά - τουρισμός - τουρίστας - τουρμπάνι)
  2. Συνώνυμα
    • περιήγηση
    • ταξίδι
    • περιπλάνηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • στασιμότητα
    • ακινησία
    2
  4. Ορισμός
    • Μια σειρά από επισκέψεις σε διάφορα μέρη, συνήθως για ψυχαγωγία ή εκπαίδευση.
    • Μια οργανωμένη εκδρομή ή ταξίδι με συγκεκριμένο πρόγραμμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οργάνωσαν μια τουρ στην Ευρώπη για να επισκεφτούν διάφορες πόλεις.
    • Η μουσική τουρ του καλλιτέχνη θα περιλαμβάνει συναυλίες σε πολλές χώρες.
    2