Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τουρμπάνι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τουρ
)
Συνώνυμα
καπέλο
φέσι
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Είδος κεφαλούχου που φοριέται κυρίως σε ορισμένες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Νότιας Ασίας.
Τραditionαλό κεφαλόδεσμο που αποτελείται από μακρύ ύφασμα τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι.
2
Παραδείγματα
Ο σαράφης φορούσε ένα λευκό τουρμπάνι.
Το τουρμπάνι είναι σημαντικό κομμάτι της παραδοσιακής ενδυμασίας σε πολλές κουλτούρες.
2