Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τουρσί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τουρ
-
τουρκία
)
Συνώνυμα
πίκλα
αγγουράκι
2
Αντώνυμα
φρέσκο λαχανικό
1
Ορισμός
Λαχανικό που έχει διατηρηθεί σε ξύδι, αλάτι και άλλα καρυκεύματα.
Τρόφιμο που έχει υποστεί διεργασία απολίπανσης και συντήρησης.
2
Παραδείγματα
Το τουρσί είναι ένας δημοφιλής συνοδευτικός για πολλά πιάτα.
Έφτιαξα σπιτικό τουρσί με πράσινες ντομάτες.
2