1. Λέξη
    τουρσί (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τουρ - τουρκία)
  2. Συνώνυμα
    • πίκλα
    • αγγουράκι
    2
  3. Αντώνυμα
    • φρέσκο λαχανικό
    1
  4. Ορισμός
    • Λαχανικό που έχει διατηρηθεί σε ξύδι, αλάτι και άλλα καρυκεύματα.
    • Τρόφιμο που έχει υποστεί διεργασία απολίπανσης και συντήρησης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το τουρσί είναι ένας δημοφιλής συνοδευτικός για πολλά πιάτα.
    • Έφτιαξα σπιτικό τουρσί με πράσινες ντομάτες.
    2