1. Λέξη
    τρέχων (ρήμα) - (παρόμοια: τρέχω)
  2. Συνώνυμα
    • τρέχω
    • κυνηγώ
    • σπεύδω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • περπατώ
    • κινώ αργά
    3
  4. Ορισμός
    • να κινείσαι γρήγορα με τα πόδια, πιο γρήγορα από το περπάτημα
    • να λειτουργεί μια μηχανή ή συσκευή
    • να συμμετέχεις σε αγώνα δρόμου
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης τρέχει κάθε πρωί στο πάρκο.
    • Το αυτοκίνητό μου τρέχει καλά μετά τη συντήρηση.
    • Θα τρέξω στον μαραθώνιο του χρόνου.
    3