Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρέχων (ρήμα) - (παρόμοια:
τρέχω
)
Συνώνυμα
τρέχω
κυνηγώ
σπεύδω
3
Αντώνυμα
σταματώ
περπατώ
κινώ αργά
3
Ορισμός
να κινείσαι γρήγορα με τα πόδια, πιο γρήγορα από το περπάτημα
να λειτουργεί μια μηχανή ή συσκευή
να συμμετέχεις σε αγώνα δρόμου
3
Παραδείγματα
Ο Γιάννης τρέχει κάθε πρωί στο πάρκο.
Το αυτοκίνητό μου τρέχει καλά μετά τη συντήρηση.
Θα τρέξω στον μαραθώνιο του χρόνου.
3