Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρέχω (ρήμα) - (παρόμοια:
τρέχων
-
διατρέχω
-
προτρέχω
-
τρέχουσα
)
Συνώνυμα
τρέχω
σπεύδω
ολοταχώς
3
Αντώνυμα
σταματώ
κινώ αργά
περπατώ
3
Ορισμός
Κινώ ταχύτατα τα πόδια μου, συνήθως για να μετακινηθώ από ένα σημείο σε άλλο.
Λειτουργώ ή δουλεύω (για μηχανήματα ή συσκευές).
Συμμετέχω σε αγώνα δρόμου.
3
Παραδείγματα
Τρέχω κάθε πρωί για να διατηρήσω τη φυσική μου κατάσταση.
Η μηχανή του αυτοκινήτου τρέχει άψογα.
Θα τρέξω στον μαραθώνιο του χρόνου.
3