Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρίο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τρίβω
-
τρίζω
-
τρίχα
)
Συνώνυμα
τριάδα
τριπλέτα
τριπλότητα
3
Αντώνυμα
μονάδα
ζευγάρι
δυάδα
3
Ορισμός
Μια ομάδα που αποτελείται από τρία άτομα ή πράγματα.
Μουσικό σύνολο που αποτελείται από τρία μέλη.
2
Παραδείγματα
Το τρίο των φίλων πήγε διακοπές μαζί.
Το μουσικό τρίο έδωσε μια εκπληκτική συναυλία.
2