1. Λέξη
    τρίο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τρίβω - τρίζω - τρίχα)
  2. Συνώνυμα
    • τριάδα
    • τριπλέτα
    • τριπλότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • μονάδα
    • ζευγάρι
    • δυάδα
    3
  4. Ορισμός
    • Μια ομάδα που αποτελείται από τρία άτομα ή πράγματα.
    • Μουσικό σύνολο που αποτελείται από τρία μέλη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το τρίο των φίλων πήγε διακοπές μαζί.
    • Το μουσικό τρίο έδωσε μια εκπληκτική συναυλία.
    2