Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρίβω (ρήμα) - (παρόμοια:
στρίβω
-
τρίο
-
συντρίβω
)
Συνώνυμα
ξεύνω
τσακίζω
τρίζω
3
Αντώνυμα
λείω
γλιστρώ
2
Ορισμός
Να ασκώ πίεση σε μια επιφάνεια με κίνηση προς τα εμπρός και πίσω, προκαλώντας τριβή.
Να φθείρω ή να καταστρέφω κάτι λόγω συνεχούς τριβής.
Να προκαλώ δυσφορία ή ενόχληση σε κάποιον.
3
Παραδείγματα
Τρίβω τα χέρια μου για να ζεσταθούν.
Τα παπούτσια μου τρίβουν στον αστράγαλο και με πονάνε.
Μην τρίβεις τα γυαλιά με το μαντίλι, θα τα γρατζουνίσεις.
3