1. Λέξη
    τρίβω (ρήμα) - (παρόμοια: στρίβω - τρίο - συντρίβω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεύνω
    • τσακίζω
    • τρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • λείω
    • γλιστρώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να ασκώ πίεση σε μια επιφάνεια με κίνηση προς τα εμπρός και πίσω, προκαλώντας τριβή.
    • Να φθείρω ή να καταστρέφω κάτι λόγω συνεχούς τριβής.
    • Να προκαλώ δυσφορία ή ενόχληση σε κάποιον.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Τρίβω τα χέρια μου για να ζεσταθούν.
    • Τα παπούτσια μου τρίβουν στον αστράγαλο και με πονάνε.
    • Μην τρίβεις τα γυαλιά με το μαντίλι, θα τα γρατζουνίσεις.
    3