Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρίψιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στρίψιμο
-
τρίξιμο
)
Συνώνυμα
τριβή
ξύσιμο
τρίξιμο
3
Αντώνυμα
λείψιμο
γλιστρημα
ολίσθηση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τρίβω, δηλαδή της κίνησης μιας επιφάνειας πάνω σε μια άλλη με τριβή.
Η φθορά που προκαλείται από τη συνεχή τριβή.
Στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε μια δυσάρεστη κατάσταση ή σύγκρουση.
3
Παραδείγματα
Το τρίψιμο των παπουτσιών στο πάτωμα δημιούργησε έναν δυσάρεστο θόρυβο.
Μετά από χρόνια χρήσης, το τρίψιμο είχε φθείρει την επιφάνεια του τραπεζιού.
Υπήρχε ένα συνεχές τρίψιμο μεταξύ των δύο συναδέλφων λόγω διαφωνιών.
3