1. Λέξη
    στρίψιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τρίψιμο - στρίψω)
  2. Συνώνυμα
    • περιστροφή
    • γύρισμα
    • στροφή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακινησία
    • σταθερότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στρίβω, δηλαδή της αλλαγής κατεύθυνσης ή θέσης.
    • Μια απότομη αλλαγή κατεύθυνσης σε δρόμο ή διαδρομή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το στρίψιμο του αυτοκινήτου ήταν απότομο και απρόσμενο.
    • Μετά το δεύτερο στρίψιμο δεξιά, θα βρεθείτε ακριβώς μπροστά στο σχολείο.
    2