Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρίψιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τρίψιμο
-
στρίψω
)
Συνώνυμα
περιστροφή
γύρισμα
στροφή
3
Αντώνυμα
ακινησία
σταθερότητα
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στρίβω, δηλαδή της αλλαγής κατεύθυνσης ή θέσης.
Μια απότομη αλλαγή κατεύθυνσης σε δρόμο ή διαδρομή.
2
Παραδείγματα
Το στρίψιμο του αυτοκινήτου ήταν απότομο και απρόσμενο.
Μετά το δεύτερο στρίψιμο δεξιά, θα βρεθείτε ακριβώς μπροστά στο σχολείο.
2