Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τραγικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
τραγικός
)
Συνώνυμα
οδυνηρά
θλιβερά
λυπητερά
3
Αντώνυμα
χαρούμενα
ευτυχισμένα
αισιόδοξα
3
Ορισμός
Με τρόπο που προκαλεί θλίψη ή οδύνη.
Σε υπερβολικό ή καταστροφικό βαθμό.
2
Παραδείγματα
Ο θάνατος του ηθοποιού έγινε αισθητός τραγικά από τους θαυμαστές του.
Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί τραγικά τα τελευταία χρόνια.
2