Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρακάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
τρακάρισμα
-
χακάρω
)
Συνώνυμα
συγκρούομαι
προσκρούω
χτυπώ
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
ξεφεύγω
2
Ορισμός
Ερχομαι σε σύγκρουση με κάτι ή κάποιον.
Συγκρούομαι με κάποιον λεκτικά ή συναισθηματικά.
2
Παραδείγματα
Το αυτοκίνητό μου τράκαρα σε έναν τοίχο.
Τρακάρισα με τη φίλη μου για ένα μικρό θέμα.
2