1. Λέξη
    τρακάρω (ρήμα) - (παρόμοια: τρακάρισμα - χακάρω)
  2. Συνώνυμα
    • συγκρούομαι
    • προσκρούω
    • χτυπώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • ξεφεύγω
    2
  4. Ορισμός
    • Ερχομαι σε σύγκρουση με κάτι ή κάποιον.
    • Συγκρούομαι με κάποιον λεκτικά ή συναισθηματικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το αυτοκίνητό μου τράκαρα σε έναν τοίχο.
    • Τρακάρισα με τη φίλη μου για ένα μικρό θέμα.
    2