Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρακάρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χακάρισμα
-
τρακάρω
-
παρκάρισμα
-
χάρισμα
-
μπλοκάρισμα
)
Συνώνυμα
σύγκρουση
προσβολή
σύγκρουση αυτοκινήτων
3
Αντώνυμα
αποφυγή
εξομάλυνση
συμφωνία
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τρακάρειν, δηλαδή της σύγκρουσης μεταξύ οχημάτων ή αντικειμένων.
Μια δυσάρεστη ή βίαιη επαφή μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων.
2
Παραδείγματα
Το τρακάρισμα μεταξύ των δύο αυτοκινήτων προκάλεσε μεγάλη ζημιά.
Οδηγούσε απρόσεκτα και τελικά έγινε το τρακάρισμα με το φανάρι.
2