1. Λέξη
    τρακάρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χακάρισμα - τρακάρω - παρκάρισμα - χάρισμα - μπλοκάρισμα)
  2. Συνώνυμα
    • σύγκρουση
    • προσβολή
    • σύγκρουση αυτοκινήτων
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποφυγή
    • εξομάλυνση
    • συμφωνία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τρακάρειν, δηλαδή της σύγκρουσης μεταξύ οχημάτων ή αντικειμένων.
    • Μια δυσάρεστη ή βίαιη επαφή μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το τρακάρισμα μεταξύ των δύο αυτοκινήτων προκάλεσε μεγάλη ζημιά.
    • Οδηγούσε απρόσεκτα και τελικά έγινε το τρακάρισμα με το φανάρι.
    2