1. Λέξη
    τρανός (επίθετο) - (παρόμοια: τραγανός - τραν - τζανός - γερανός - ουρανός)
  2. Συνώνυμα
    • καθαρός
    • λαμπρός
    • έκδηλος
    • σαφής
    4
  3. Αντώνυμα
    • θαμπός
    • ασαφής
    • αόριστος
    • αχνός
    4
  4. Ορισμός
    • Που είναι ευκρινής και εύκολα αντιληπτός, ιδιαίτερα όσον αφορά την ακοή ή την όραση.
    • Που εκφράζεται ή γίνεται αντιληπτός με σαφήνεια και χωρίς αμφιβολία.
    • Που διακρίνεται εύκολα λόγω της έντασης ή της σαφήνειάς του.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η φωνή του ήταν τρανά ακούστηκε σε όλη την αίθουσα.
    • Έκανε μια τρανή δήλωση που δεν άφησε περιθώρια παρερμηνείας.
    • Τα τρανά χρώματα του πίνακα τραβούσαν την προσοχή όλων.
    3