1. Λέξη
    γερανός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: Γερμανός - γερμανός - γερός - τρανός)
  2. Συνώνυμα
    • γερανός
    • γερανός γερανός
    • γερανός γερανός γερανός
    3
  3. Αντώνυμα
    • άγνωστο
    • άγνωστο
    • άγνωστο
    3
  4. Ορισμός
    • Μεγάλο μεταλλικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την ανύψωση και μετακίνηση βαρέων αντικειμένων.
    • Μεγάλο πουλί με μακριά πόδια και λαιμό, που ζει σε υγρότοπους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γερανός χρησιμοποιήθηκε για να σηκώσει τα βαριά δοκάρια στην οικοδομή.
    • Ένα γκρίζο γερανό έμεινε να τραφεί κοντά στη λίμνη.
    2