Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γερανός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
Γερμανός
-
γερμανός
-
γερός
-
τρανός
)
Συνώνυμα
γερανός
γερανός γερανός
γερανός γερανός γερανός
3
Αντώνυμα
άγνωστο
άγνωστο
άγνωστο
3
Ορισμός
Μεγάλο μεταλλικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την ανύψωση και μετακίνηση βαρέων αντικειμένων.
Μεγάλο πουλί με μακριά πόδια και λαιμό, που ζει σε υγρότοπους.
2
Παραδείγματα
Ο γερανός χρησιμοποιήθηκε για να σηκώσει τα βαριά δοκάρια στην οικοδομή.
Ένα γκρίζο γερανό έμεινε να τραφεί κοντά στη λίμνη.
2