Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρικ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τριβή
)
Συνώνυμα
κόλπο
τεχνάσμα
προσποίηση
3
Αντώνυμα
ειλικρίνεια
απλότητα
2
Ορισμός
Μεθοδική ή πονηρή ενέργεια που χρησιμοποιείται για να εξαπατήσει ή να εξασφαλίσει κάποιο πλεονέκτημα.
Τεχνική ή στρατηγική που χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος σκοπός.
2
Παραδείγματα
Ο παίκτης χρησιμοποίησε ένα τρικ για να κερδίσει το παιχνίδι.
Το τρικ του μάγου έκανε το κοινό να πιστέψει ότι η μπάλα εξαφανίστηκε.
2