1. Λέξη
    τρικ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τριβή)
  2. Συνώνυμα
    • κόλπο
    • τεχνάσμα
    • προσποίηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειλικρίνεια
    • απλότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Μεθοδική ή πονηρή ενέργεια που χρησιμοποιείται για να εξαπατήσει ή να εξασφαλίσει κάποιο πλεονέκτημα.
    • Τεχνική ή στρατηγική που χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος σκοπός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παίκτης χρησιμοποίησε ένα τρικ για να κερδίσει το παιχνίδι.
    • Το τρικ του μάγου έκανε το κοινό να πιστέψει ότι η μπάλα εξαφανίστηκε.
    2