Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τριβή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τρικ
-
συντριβή
-
διατριβή
)
Συνώνυμα
τριξιμο
τρίψιμο
τριγμός
3
Αντώνυμα
ολισθηρότητα
γλιστρημα
2
Ορισμός
Η δύναμη που αντιστέκεται στην κίνηση ενός αντικειμένου πάνω σε άλλο όταν έρχονται σε επαφή.
Η δράση του τρίβω, δηλαδή της κίνησης ενός αντικειμένου πάνω σε άλλο με πίεση.
2
Παραδείγματα
Η τριβή μεταξύ των τροχών και του δρόμου βοηθάει το αυτοκίνητο να μην γλιστρά.
Η τριβή των χεριών δημιουργεί θερμότητα.
2