1. Λέξη
    τριβή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τρικ - συντριβή - διατριβή)
  2. Συνώνυμα
    • τριξιμο
    • τρίψιμο
    • τριγμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ολισθηρότητα
    • γλιστρημα
    2
  4. Ορισμός
    • Η δύναμη που αντιστέκεται στην κίνηση ενός αντικειμένου πάνω σε άλλο όταν έρχονται σε επαφή.
    • Η δράση του τρίβω, δηλαδή της κίνησης ενός αντικειμένου πάνω σε άλλο με πίεση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η τριβή μεταξύ των τροχών και του δρόμου βοηθάει το αυτοκίνητο να μην γλιστρά.
    • Η τριβή των χεριών δημιουργεί θερμότητα.
    2