Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τριπλός (επίθετο) - (παρόμοια:
διπλός
-
τρελός
)
Συνώνυμα
τριπλάσιος
τριπλούς
τριπλής φύσης
3
Αντώνυμα
απλός
μονός
ενιαίος
3
Ορισμός
που αποτελείται από τρία μέρη ή στοιχεία
που έχει τρεις φορές μεγαλύτερη ποσότητα ή αξία
που συμβαίνει τρεις φορές ή περιλαμβάνει τρεις διαφορετικές πτυχές
3
Παραδείγματα
Ο αθλητής πέτυχε τριπλό κατόρθωμα στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Η εταιρεία ανακοίνωσε τριπλή αύξηση στα κέρδη της.
Το κτίριο έχει τριπλή θέα στη θάλασσα, το βουνό και την πόλη.
3