1. Λέξη
    τριπλός (επίθετο) - (παρόμοια: διπλός - τρελός)
  2. Συνώνυμα
    • τριπλάσιος
    • τριπλούς
    • τριπλής φύσης
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλός
    • μονός
    • ενιαίος
    3
  4. Ορισμός
    • που αποτελείται από τρία μέρη ή στοιχεία
    • που έχει τρεις φορές μεγαλύτερη ποσότητα ή αξία
    • που συμβαίνει τρεις φορές ή περιλαμβάνει τρεις διαφορετικές πτυχές
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο αθλητής πέτυχε τριπλό κατόρθωμα στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
    • Η εταιρεία ανακοίνωσε τριπλή αύξηση στα κέρδη της.
    • Το κτίριο έχει τριπλή θέα στη θάλασσα, το βουνό και την πόλη.
    3