Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρελός (επίθετο) - (παρόμοια:
τρελή
-
τρελά
-
τρελαθώ
-
τριπλός
-
τρελάνω
-
τρελάρα
)
Συνώνυμα
παράφρων
μανιακός
ξεστός
3
Αντώνυμα
λογικός
σώφρων
συνετός
3
Ορισμός
Που πάσχει από ψυχική διαταραχή.
Που δεν έχει λογική ή δεν συμπεριφέρεται με λογικό τρόπο.
Πολύ έντονος ή υπερβολικός.
3
Παραδείγματα
Ο τρελός άνθρωπος φώναζε στους δρόμους.
Έκανε μια τρελή κίνηση που κανείς δεν περίμενε.
Είναι τρελός για τα ταξίδια, πηγαίνει παντού!
3