Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρομάζεις (ρήμα) - (παρόμοια:
τρομάζω
-
τρομάξω
-
τρομάρα
)
Συνώνυμα
φοβάσαι
αγχώνεσαι
πτοείσαι
3
Αντώνυμα
θαρρείς
προσμένεις
αψηφάς
3
Ορισμός
Νιώθεις έντονο φόβο ή ανησυχία.
Αντιδράς με φόβο σε μια κατάσταση ή ένα γεγονός.
2
Παραδείγματα
Τρομάζεις όταν ακούς ξαφνικά έναν δυνατό κρότο.
Μην τρομάζεις, δεν είναι τίποτα σοβαρό.
2