Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρομάρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τρομάξω
-
τρομάζω
-
τρομάζεις
-
τρομάξουμε
)
Συνώνυμα
φόβος
τρόμος
αγωνία
πανικός
4
Αντώνυμα
θάρρος
γενναιότητα
ηρεμία
ψυχραιμία
4
Ορισμός
Έντονο αίσθημα φόβου ή ανησυχίας που προκαλείται από κάτι επικίνδυνο, απειλητικό ή απρόβλεπτο.
Μια κατάσταση έντονης ανησυχίας ή φόβου που μπορεί να οδηγήσει σε πανικό.
2
Παραδείγματα
Η τρομάρα της έκανε να παγώσει στη θέση της όταν άκουσε τον θόρυβο.
Μετά το δυστύχημα, τον κυριάρχησε μια βαθιά τρομάρα κάθε φορά που έπρεπε να οδηγήσει.
2