1. Λέξη
    τρομάρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τρομάξω - τρομάζω - τρομάζεις - τρομάξουμε)
  2. Συνώνυμα
    • φόβος
    • τρόμος
    • αγωνία
    • πανικός
    4
  3. Αντώνυμα
    • θάρρος
    • γενναιότητα
    • ηρεμία
    • ψυχραιμία
    4
  4. Ορισμός
    • Έντονο αίσθημα φόβου ή ανησυχίας που προκαλείται από κάτι επικίνδυνο, απειλητικό ή απρόβλεπτο.
    • Μια κατάσταση έντονης ανησυχίας ή φόβου που μπορεί να οδηγήσει σε πανικό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η τρομάρα της έκανε να παγώσει στη θέση της όταν άκουσε τον θόρυβο.
    • Μετά το δυστύχημα, τον κυριάρχησε μια βαθιά τρομάρα κάθε φορά που έπρεπε να οδηγήσει.
    2