1. Λέξη
    τροχαλία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τροχαία - τροχαίο - τροία)
  2. Συνώνυμα
    • τροχιλός
    • ατράκτος
    • τροχός
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μηχανισμός που αποτελείται από έναν τροχό με αυλάκι στην περιφέρειά του, μέσα στο οποίο περνάει σχοινί ή ζώνη και χρησιμοποιείται για την ανύψωση βαρών ή τη μεταφορά δυνάμεων.
    • Στοιχείο μηχανισμού που διευκολύνει την κίνηση ή τη μεταφορά δυνάμεων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η τροχαλία χρησιμοποιείται συχνά σε γερανούς για την ανύψωση βαρέων αντικειμένων.
    • Με τη βοήθεια μιας τροχαλίας, μπορούμε να σηκώσουμε εύκολα μεγάλα βάρη.
    2