Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τροχαίο (επίθετο) - (παρόμοια:
τροχαία
-
τροχαλία
-
τροχός
-
τροχιά
)
Συνώνυμα
κυλιόμενο
περιστρεφόμενο
2
Αντώνυμα
σταθερό
ακίνητο
2
Ορισμός
Σχετικός με την κίνηση που γίνεται με περιστροφή ή κύλιση.
Που αναφέρεται σε οχήματα ή μηχανισμούς που κινούνται με τροχούς.
2
Παραδείγματα
Το τροχαίο ατύχημα συνέβη λόγω της ομίχλης.
Η τροχαία αστυνομία ελέγχει την κυκλοφορία.
2