1. Λέξη
    τροχονόμος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τρόμος - αστρονόμος)
  2. Συνώνυμα
    • αστυνόμος
    • τροχαία
    • αστυνομικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • παραβάτης
    • παράνομος
    2
  4. Ορισμός
    • Αστυνομικός που ειδικεύεται στον έλεγχο της κυκλοφορίας και τη διασφάλιση της τροχαίας ασφάλειας.
    • Υπάλληλος που επιβλέπει την τήρηση των κανόνων κυκλοφορίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο τροχονόμος έδωσε κλήση στον οδηγό που πέρασε με κόκκινο φανάρι.
    • Οι τροχονόμοι ενισχύουν την παρουσία τους στους δρόμους κατά τις ώρες αιχμής.
    2