1. Λέξη
    τρόμος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τρόφιμος - τόμος - δρόμος - τρόμπα - τρόπος - τροχονόμος - ταχυδρόμος)
  2. Συνώνυμα
    • φόβος
    • τρομάρα
    • αγωνία
    3
  3. Αντώνυμα
    • θάρρος
    • γενναιότητα
    • αψηφησία
    3
  4. Ορισμός
    • Έντονο συναίσθημα φόβου ή ανησυχίας που προκαλείται από κάτι επικίνδυνο, απειλητικό ή τρομακτικό.
    • Η κατάσταση ή η αίσθηση του να είσαι τρομαγμένος ή να φοβάσαι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο τρόμος έπιασε τους κατοίκους όταν άκουσαν τις εκρήξεις.
    • Η ταινία τρόμου έκανε όλο το κοινό να νιώσει έντονο άγχος.
    2