Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τροχόσπιτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τροχός
)
Συνώνυμα
κυκλόσπιτο
τραιλερ
2
Αντώνυμα
σταθερό σπίτι
μονοκατοικία
2
Ορισμός
Μικρό, κινητό σπίτι τοποθετημένο πάνω σε ρόδες, που μπορεί να μετακινηθεί από ένα μέρος σε άλλο.
Στέγαση που χρησιμοποιείται συχνά για διακοπές ή ως προσωρινή κατοικία.
2
Παραδείγματα
Το τροχόσπιτο ήταν ιδανικό για τα ταξίδια μας στην ύπαιθρο.
Αγόρασαν ένα τροχόσπιτο για να ζήσουν μια πιο απλή ζωή κοντά στη φύση.
2