1. Λέξη
    τροχόσπιτο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τροχός)
  2. Συνώνυμα
    • κυκλόσπιτο
    • τραιλερ
    2
  3. Αντώνυμα
    • σταθερό σπίτι
    • μονοκατοικία
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό, κινητό σπίτι τοποθετημένο πάνω σε ρόδες, που μπορεί να μετακινηθεί από ένα μέρος σε άλλο.
    • Στέγαση που χρησιμοποιείται συχνά για διακοπές ή ως προσωρινή κατοικία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το τροχόσπιτο ήταν ιδανικό για τα ταξίδια μας στην ύπαιθρο.
    • Αγόρασαν ένα τροχόσπιτο για να ζήσουν μια πιο απλή ζωή κοντά στη φύση.
    2