Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρυφερά (επίρρημα) - (παρόμοια:
τρυφερός
-
τρυφερότητα
)
Συνώνυμα
απαλά
με τρυφερότητα
με αγάπη
3
Αντώνυμα
σκληρά
αγενώς
απάνθρωπα
3
Ορισμός
Με τρόπο που εκφράζει τρυφερότητα ή αγάπη.
Με ευαισθησία και προσοχή.
2
Παραδείγματα
Της μίλησε τρυφερά για να την ηρεμήσει.
Το κρατούσε τρυφερά στα χέρια του.
2