1. Λέξη
    τρυφερά (επίρρημα) - (παρόμοια: τρυφερός - τρυφερότητα)
  2. Συνώνυμα
    • απαλά
    • με τρυφερότητα
    • με αγάπη
    3
  3. Αντώνυμα
    • σκληρά
    • αγενώς
    • απάνθρωπα
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που εκφράζει τρυφερότητα ή αγάπη.
    • Με ευαισθησία και προσοχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Της μίλησε τρυφερά για να την ηρεμήσει.
    • Το κρατούσε τρυφερά στα χέρια του.
    2