1. Λέξη
    τρυφερός (επίθετο) - (παρόμοια: τρυφερά - τρυφερότητα - τρομερός)
  2. Συνώνυμα
    • απαλός
    • ευγενικός
    • καλόκαρδος
    3
  3. Αντώνυμα
    • σκληρός
    • αγενής
    • αδιάκριτος
    3
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και στοργή.
    • Που εκφράζει ή προκαλεί συναισθήματα αγάπης και φροντίδας.
    • Εύθραυστος ή ευαίσθητος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η μητέρα του είχε μια τρυφερή αγκαλιά.
    • Τα τρυφερά λουλούδια χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα.
    • Έγραψε ένα τρυφερό γράμμα στον αγαπημένο του.
    3