Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρυφερός (επίθετο) - (παρόμοια:
τρυφερά
-
τρυφερότητα
-
τρομερός
)
Συνώνυμα
απαλός
ευγενικός
καλόκαρδος
3
Αντώνυμα
σκληρός
αγενής
αδιάκριτος
3
Ορισμός
Που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και στοργή.
Που εκφράζει ή προκαλεί συναισθήματα αγάπης και φροντίδας.
Εύθραυστος ή ευαίσθητος.
3
Παραδείγματα
Η μητέρα του είχε μια τρυφερή αγκαλιά.
Τα τρυφερά λουλούδια χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα.
Έγραψε ένα τρυφερό γράμμα στον αγαπημένο του.
3