1. Λέξη
    τρώγομαι (ρήμα) - (παρόμοια: τρέφομαι - τρώγεται - τρώγω)
  2. Συνώνυμα
    • καταναλώνομαι
    • φθείρομαι
    • αναλώνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναπληρώνομαι
    • επαναφέρομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Υφίσταμαι φθορά ή εξασθένιση λόγω χρήσης ή άλλων παραγόντων.
    • Αναλώνομαι σωματικά ή ψυχικά λόγω έντονης δραστηριότητας ή άγχους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ύφασμα τρώγεται από τις σκώρες.
    • Τρώγομαι από την αγωνία πριν τις εξετάσεις.
    2