Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρώγομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
τρέφομαι
-
τρώγεται
-
τρώγω
)
Συνώνυμα
καταναλώνομαι
φθείρομαι
αναλώνομαι
3
Αντώνυμα
αναπληρώνομαι
επαναφέρομαι
2
Ορισμός
Υφίσταμαι φθορά ή εξασθένιση λόγω χρήσης ή άλλων παραγόντων.
Αναλώνομαι σωματικά ή ψυχικά λόγω έντονης δραστηριότητας ή άγχους.
2
Παραδείγματα
Το ύφασμα τρώγεται από τις σκώρες.
Τρώγομαι από την αγωνία πριν τις εξετάσεις.
2