Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τρέφομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
στρέφομαι
-
περιστρέφομαι
-
καταστρέφομαι
-
συναναστρέφομαι
-
τρώγομαι
-
τρέφω
)
Συνώνυμα
διατηρούμαι
ζω
επιβιώνω
3
Αντώνυμα
λιμοκτονώ
πεθαίνω
αποθνήσκω
3
Ορισμός
Να έχω τα απαραίτητα για τη διαβίωσή μου, όπως τροφή, στέγη κ.λπ.
Να μεγαλώνω ή να αναπτύσσομαι σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον ή υπό ορισμένες συνθήκες.
2
Παραδείγματα
Τρέφομαι κυρίως με φρούτα και λαχανικά.
Αυτό το φυτό τρέφεται καλύτερα σε υγρά κλίματα.
2