1. Συνώνυμα
    • διατηρούμαι
    • ζω
    • επιβιώνω
    3
  2. Αντώνυμα
    • λιμοκτονώ
    • πεθαίνω
    • αποθνήσκω
    3
  3. Ορισμός
    • Να έχω τα απαραίτητα για τη διαβίωσή μου, όπως τροφή, στέγη κ.λπ.
    • Να μεγαλώνω ή να αναπτύσσομαι σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον ή υπό ορισμένες συνθήκες.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Τρέφομαι κυρίως με φρούτα και λαχανικά.
    • Αυτό το φυτό τρέφεται καλύτερα σε υγρά κλίματα.
    2