Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσάο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τσάι
-
τσάκα
-
τσάκω
-
τσάκι
)
Συνώνυμα
τσάι
χαμομήλι
ροφήμα
3
Αντώνυμα
καφές
νερό
χυμός
3
Ορισμός
Ένα ζεστό ή κρύο ποτό που παρασκευάζεται από τα φύλλα του φυτού Camellia sinensis.
Ένα ποτό που παρασκευάζεται από τη διήθηση βραστών φύλλων, λουλουδιών ή βοτάνων σε ζεστό νερό.
2
Παραδείγματα
Το τσάο το πρωί με ξυπνάει πιο ευγενικά από τον καφέ.
Η γιαγιά μου πίνει πάντα ένα τσάο χαμομήλι πριν κοιμηθεί.
2