Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσάκα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τσάκω
-
τσάκι
-
τσάκρα
-
τσάο
-
τσάι
)
Συνώνυμα
καπέλο
σκούφος
περικεφαλαία
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα είδος καπέλου, συνήθως με γείσο.
Εξάρτημα που προστατεύει το κεφάλι.
2
Παραδείγματα
Φόρεσε ένα τσάκα για να προστατευτεί από τον ήλιο.
Το τσάκα του ήταν κατασκευασμένο από ύφασμα.
2