Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσακάλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τσακ
-
τσουκάλι
)
Συνώνυμα
λυκόσκυλο
θηρίο
πανούργος
3
Αντώνυμα
άγιος
αθώος
απλός
3
Ορισμός
Ζώο της οικογένειας των κυνιδών, με μικρότερο σώμα από τον λύκο και μεγαλύτερο από την αλεπού.
Μεταφορικά, άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από πανουργία και δόλο.
2
Παραδείγματα
Το τσακάλι είναι γνωστό για την πανουργία του.
Στην πολιτική, πολλοί τον αποκαλούν τσακάλι λόγω των πονηρών του τακτικών.
2