Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσακ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τσακώνω
-
τσακώσω
-
τσακίζω
-
τσακωθώ
-
τσακάλι
-
τσαν
-
τσακιστώ
-
τσακωμός
-
τσακιστή
-
τσαπί
)
Συνώνυμα
σπαθί
μαχαίρι
ξιφίδιο
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό κοφτερό όπλο, συνήθως με λεπτή λεπίδα.
Συμβολικά, κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επίθεση ή άμυνα.
2
Παραδείγματα
Ο πολεμιστής κρατούσε ένα τσακ στο χέρι του.
Τα λόγια του ήταν σαν τσακ, κοφτερά και ακριβή.
2