1. Λέξη
    τσακ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τσακώνω - τσακώσω - τσακίζω - τσακωθώ - τσακάλι - τσαν - τσακιστώ - τσακωμός - τσακιστή - τσαπί)
  2. Συνώνυμα
    • σπαθί
    • μαχαίρι
    • ξιφίδιο
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό κοφτερό όπλο, συνήθως με λεπτή λεπίδα.
    • Συμβολικά, κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επίθεση ή άμυνα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πολεμιστής κρατούσε ένα τσακ στο χέρι του.
    • Τα λόγια του ήταν σαν τσακ, κοφτερά και ακριβή.
    2