1. Λέξη
    τσακωμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τσακωθώ - τσακ)
  2. Συνώνυμα
    • φιλονικία
    • διαμάχη
    • τσακωμός
    • καβγάς
    • έριδα
    5
  3. Αντώνυμα
    • συμφωνία
    • αρμονία
    • ειρήνη
    • συνεννόηση
    4
  4. Ορισμός
    • Βίαιη ή έντονη διαφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων.
    • Συμπλοκή ή καυγάς που μπορεί να συνοδεύεται από φωνές ή σωματική βία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι δύο γείτονες είχαν έναν τσακωμό για το πάρκινγκ.
    • Ο τσακωμός μεταξύ των δυο φίλων κράτησε ώρες.
    2