Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσακωμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τσακωθώ
-
τσακ
)
Συνώνυμα
φιλονικία
διαμάχη
τσακωμός
καβγάς
έριδα
5
Αντώνυμα
συμφωνία
αρμονία
ειρήνη
συνεννόηση
4
Ορισμός
Βίαιη ή έντονη διαφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων.
Συμπλοκή ή καυγάς που μπορεί να συνοδεύεται από φωνές ή σωματική βία.
2
Παραδείγματα
Οι δύο γείτονες είχαν έναν τσακωμό για το πάρκινγκ.
Ο τσακωμός μεταξύ των δυο φίλων κράτησε ώρες.
2