1. Λέξη
    τσαπί (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τσαν - τσακ)
  2. Συνώνυμα
    • ακαταστασία
    • αναστάτωση
    • χαμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • τάξη
    • οργάνωση
    • ηρεμία
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση της μεγάλης αταξίας ή αναστάτωσης.
    • Μια κατάσταση σύγχυσης ή αναρχίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά το πάρτι, το σπίτι ήταν σε πλήρη τσαπί.
    • Η απεργία των μεταφορέων δημιούργησε τσαπί στο κέντρο της πόλης.
    2