Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τσαπί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τσαν
-
τσακ
)
Συνώνυμα
ακαταστασία
αναστάτωση
χαμός
3
Αντώνυμα
τάξη
οργάνωση
ηρεμία
3
Ορισμός
Η κατάσταση της μεγάλης αταξίας ή αναστάτωσης.
Μια κατάσταση σύγχυσης ή αναρχίας.
2
Παραδείγματα
Μετά το πάρτι, το σπίτι ήταν σε πλήρη τσαπί.
Η απεργία των μεταφορέων δημιούργησε τσαπί στο κέντρο της πόλης.
2