Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τυπογραφείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τυπογραφικό
-
γραφείο
)
Συνώνυμα
εκτυπωτήριο
τυπογραφία
εκτύπωση
3
Αντώνυμα
χειροποίητο
χειρόγραφο
2
Ορισμός
Εγκατάσταση ή εργαστήριο όπου εκτυπώνονται έντυπα υλικά.
Ο τόπος όπου γίνεται η εκτύπωση βιβλίων, εφημερίδων ή άλλων έντυπων έργων.
2
Παραδείγματα
Το τυπογραφείο ετοίμαζε την εκτύπωση της νέας εφημερίδας.
Οι εργαζόμενοι στο τυπογραφείο δούλευαν σκληρά για να ολοκληρώσουν την παραγγελία.
2