1. Λέξη
    τυπογραφείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τυπογραφικό - γραφείο)
  2. Συνώνυμα
    • εκτυπωτήριο
    • τυπογραφία
    • εκτύπωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • χειροποίητο
    • χειρόγραφο
    2
  4. Ορισμός
    • Εγκατάσταση ή εργαστήριο όπου εκτυπώνονται έντυπα υλικά.
    • Ο τόπος όπου γίνεται η εκτύπωση βιβλίων, εφημερίδων ή άλλων έντυπων έργων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το τυπογραφείο ετοίμαζε την εκτύπωση της νέας εφημερίδας.
    • Οι εργαζόμενοι στο τυπογραφείο δούλευαν σκληρά για να ολοκληρώσουν την παραγγελία.
    2