Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τυπογραφικό (επίθετο) - (παρόμοια:
τυπογραφείο
-
βιογραφικό
)
Συνώνυμα
εκτυπωτικό
τυπογραφικό
2
Αντώνυμα
μη εκτυπωτικό
μη τυπογραφικό
2
Ορισμός
Σχετικός με την τυπογραφία ή την εκτύπωση.
Αναφέρεται σε στοιχεία που σχετίζονται με την παραγωγή έντυπων υλικών.
2
Παραδείγματα
Το τυπογραφικό σφάλμα διορθώθηκε πριν την έκδοση του βιβλίου.
Η τυπογραφική μηχανή ήταν απαραίτητη για την παραγωγή εφημερίδων.
2