1. Λέξη
    τυχαίος (επίθετο) - (παρόμοια: τυχαία - τυχαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • απρόβλεπτος
    • απροσδόκητος
    • αυθόρμητος
    3
  3. Αντώνυμα
    • σκόπιμος
    • προμελετημένος
    • σχεδιασμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που συμβαίνει χωρίς προηγούμενη σχεδίαση ή πρόθεση.
    • Που δεν έχει συγκεκριμένο σκοπό ή κατεύθυνση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μια τυχαία συνάντηση στο πάρκο μου άλλαξε τη ζωή.
    • Οι τυχαίες ευκαιρίες συχνά οδηγούν σε σημαντικές ανακαλύψεις.
    2