Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τυχαίος (επίθετο) - (παρόμοια:
τυχαία
-
τυχαίνω
)
Συνώνυμα
απρόβλεπτος
απροσδόκητος
αυθόρμητος
3
Αντώνυμα
σκόπιμος
προμελετημένος
σχεδιασμένος
3
Ορισμός
Που συμβαίνει χωρίς προηγούμενη σχεδίαση ή πρόθεση.
Που δεν έχει συγκεκριμένο σκοπό ή κατεύθυνση.
2
Παραδείγματα
Μια τυχαία συνάντηση στο πάρκο μου άλλαξε τη ζωή.
Οι τυχαίες ευκαιρίες συχνά οδηγούν σε σημαντικές ανακαλύψεις.
2