Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τυχαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ατυχαίνω
-
τυχαία
-
πετυχαίνω
-
τυχαίος
)
Συνώνυμα
συμβαίνω
επιτυγχάνω
προκύπτω
3
Αντώνυμα
σχεδιάζω
προγραμματίζω
2
Ορισμός
Να συμβαίνει χωρίς προηγούμενη πρόθεση ή σχεδιασμό.
Να επιτυγχάνω κάτι χωρίς να το έχω προγραμματίσει.
2
Παραδείγματα
Τυχαίνει να είναι στο ίδιο μέρος την ίδια ώρα.
Τυχαίνει να ξέρω την απάντηση σε αυτή την ερώτηση.
2