Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τωρινός (επίθετο) - (παρόμοια:
προσωρινός
)
Συνώνυμα
σύγχρονος
πρόσφατος
νεότερος
3
Αντώνυμα
παλαιός
παρωχημένος
αρχαίος
3
Ορισμός
Αυτός που ανήκει στην τρέχουσα χρονική περίοδο.
Αυτός που είναι σύγχρονος ή πρόσφατος.
2
Παραδείγματα
Ο τωρινός καιρός είναι πολύ ζεστός.
Η τωρινή κυβέρνηση έχει λάβει σημαντικές αποφάσεις.
2