1. Λέξη
    τωρινός (επίθετο) - (παρόμοια: προσωρινός)
  2. Συνώνυμα
    • σύγχρονος
    • πρόσφατος
    • νεότερος
    3
  3. Αντώνυμα
    • παλαιός
    • παρωχημένος
    • αρχαίος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που ανήκει στην τρέχουσα χρονική περίοδο.
    • Αυτός που είναι σύγχρονος ή πρόσφατος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο τωρινός καιρός είναι πολύ ζεστός.
    • Η τωρινή κυβέρνηση έχει λάβει σημαντικές αποφάσεις.
    2