Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσωρινός (επίθετο) - (παρόμοια:
προσωπικός
-
πρωινός
-
τωρινός
)
Συνώνυμα
προσχηματικός
παροδικός
προσωρινός
3
Αντώνυμα
μόνιμος
αιώνιος
σταθερός
3
Ορισμός
που δεν διαρκεί για πάντα, που έχει περιορισμένη διάρκεια
που γίνεται ή υπάρχει για λίγο χρόνο και αναμένεται να αλλάξει ή να αντικατασταθεί
2
Παραδείγματα
Ο προσωρινός υπάλληλος θα αντικατασταθεί σύντομα από έναν μόνιμο.
Η προσωρινή λύση που εφαρμόσαμε δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα.
2