1. Λέξη
    προσωρινός (επίθετο) - (παρόμοια: προσωπικός - πρωινός - τωρινός)
  2. Συνώνυμα
    • προσχηματικός
    • παροδικός
    • προσωρινός
    3
  3. Αντώνυμα
    • μόνιμος
    • αιώνιος
    • σταθερός
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν διαρκεί για πάντα, που έχει περιορισμένη διάρκεια
    • που γίνεται ή υπάρχει για λίγο χρόνο και αναμένεται να αλλάξει ή να αντικατασταθεί
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο προσωρινός υπάλληλος θα αντικατασταθεί σύντομα από έναν μόνιμο.
    • Η προσωρινή λύση που εφαρμόσαμε δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα.
    2