Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τόμος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τρόμος
-
τόμυ
-
τόμι
)
Συνώνυμα
βιβλίο
έκδοση
τμήμα
3
Αντώνυμα
συλλογή
ολότητα
2
Ορισμός
Μεμονωμένο βιβλίο που αποτελεί μέρος μιας σειράς ή μιας εγκυκλοπαίδειας.
Ογκώδες αντικείμενο ή μέγεθος που καταλαμβάνει χώρο.
Στη φυσική, το μέγεθος που δείχνει τον όγκο που καταλαμβάνει μια ουσία.
3
Παραδείγματα
Ο πρώτος τόμος της εγκυκλοπαίδειας είναι ιδιαίτερα ενημερωμένος.
Ο τόμος του νερού αυξάνεται όταν παγώσει.
Ο τόμος του ήχου ήταν πολύ υψηλός και ενοχλούσε τους γείτονες.
3