1. Λέξη
    τόμος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τρόμος - τόμυ - τόμι)
  2. Συνώνυμα
    • βιβλίο
    • έκδοση
    • τμήμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • συλλογή
    • ολότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Μεμονωμένο βιβλίο που αποτελεί μέρος μιας σειράς ή μιας εγκυκλοπαίδειας.
    • Ογκώδες αντικείμενο ή μέγεθος που καταλαμβάνει χώρο.
    • Στη φυσική, το μέγεθος που δείχνει τον όγκο που καταλαμβάνει μια ουσία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο πρώτος τόμος της εγκυκλοπαίδειας είναι ιδιαίτερα ενημερωμένος.
    • Ο τόμος του νερού αυξάνεται όταν παγώσει.
    • Ο τόμος του ήχου ήταν πολύ υψηλός και ενοχλούσε τους γείτονες.
    3