Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υδραυλικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υδραυλικός
-
υλικό
-
υδρα
)
Συνώνυμα
σωληνάριο
σωλήνωμα
σωλήνας
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Συσκευή ή μηχανισμός που λειτουργεί με τη χρήση υγρών υπό πίεση.
Ειδικός τεχνικός που ασχολείται με την εγκατάσταση και επισκευή υδραυλικών εγκαταστάσεων.
2
Παραδείγματα
Το υδραυλικό στο αυτοκίνητο χρειάζεται επισκευή.
Ο υδραυλικός ήρθε να φτιάξει τη διαρροή στο μπάνιο.
2